στειρωτικός

στειρωτικός
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί στείρωση: Πήρε στειρωτικά φάρμακα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στειρωτικός — ή, ό / στειρωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στεφῶ, ώνω] αυτός που αναφέρεται στην στείρωση ή που προκαλεί στείρωση …   Dictionary of Greek

  • στειρωτικαί — στειρωτικός making barren fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στειρωτική — στειρωτικός making barren fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χημειοστειρωτικός — ή, ό, Ν το ουδ. ως ουσ. το χημειοστειρωτικό (βιολ. βιοχ.) κάθε χημική ένωση που χρησιμοποιείται κατά τών βλαβερών ζώων, συνήθως εντόμων, καθώς επιφέρει προσωρινή ή μόνιμη στείρωση τού ενός ή και τών δύο φύλων ή επειδή αποτρέπει την ωρίμαση τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”